Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσ- κορής

См. также в других словарях:

  • προσκορής — ές, Α 1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός 2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος 3. κορεσμένος, χορτασμένος. επίρρ... προσκόρως Α 1. με κορεσμό, με χόρτασμα 2. κατά κόρον, καθ υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).… …   Dictionary of Greek

  • υπερκορής — ές, ΜΑ υπέρκορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορής (< κόρος [Ι] «πλησμονή»), πρβλ. προσ κορής] …   Dictionary of Greek

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

  • μεθέλκω — (ΑM Α και μεθελκύω) 1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ 2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι μσν. 1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν… …   Dictionary of Greek

  • προσφύρω — Α καταβρέχω («αἵματι προσέφυρεν αὐτὸν ἡ σφαγὴ τῆς κόρης», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φύρω «ανακατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • φθίση — η / φθίσις, εως, ΝΜΑ, και φτίση Ν 1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση 2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα 3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό νεοελλ. φρ. «νωτιάδα φθίση» ιατρ. βλ. νωτιάδα αρχ. 1. (για τη σελήνη) η χάση 2.… …   Dictionary of Greek

  • ωχρός — ή, ό / ὠχρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, υποκίτρινος (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετο και φοβηθείς,ὠχρός», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. α) (για πρόσ.) χλομός, ασθενικός β) ασαφής, αμυδρός, άτονος («ωχρή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»