-
1 κορέννυμι
Grammatical information: v.Meaning: `satiate, fill, be satiated' (ep. Ion.).Other forms: - μαι (Them., Orph.), κορέω, κορέσκω (Nic.), κορίσκομαι (Hp.), aor. κορέσ(σ)αι, - ασθαι (Il.), pass. κορεσθῆναι (Od.), perf. ptc. Act. (intr.) κεκορηώς (Od.), ind. midd. κεκόρημαι (Il.), κεκόρεσμαι (X.), fut. κορέω (Il.), κορέσω (Hdt.),Compounds: Rarely with ὑπερ- (Thgn., Poll.), ἀπο- (Gloss.). As 2. member in ἄ-κορος `unsatiable, untiring' (Pi.) with ἀκορία `unsatiated condition, moderation' (Hp.), `unsatiability' (Aret.). διά-, κατά-, πρόσ-, ὑπέρ-κορος `satiated etc.' (IA.); also as σ-stam and with verbal redefinition (Schwyzer 513) ἀ-, δια-, προσ- κορής with προσ-κορίζομαι `vex, annoy' (sch.). As privative also ἀ-κόρη-τος (Il.), ἀ-κόρε(σ)-τος (trag.). - Quite uncertain Αἰγι-κορεῖς pl. m. with Αἰγικορίς f. name of one of the old Ionic phylai (E., inscr.; cf. Hdt. 5, 66), s. Nilsson Cults 147 and Frisk ibd.Derivatives: Wiht lengthened grade κώρα ὕβρις H. (v. Blumenthal Hesychst. with Lobeck). To κόρος ( κοῦρος, κῶρος) `youth' and κόρη `young girl' s. esp. κόρος m. `satiaty, be satiated, surfeit, insolence' (Il.);Origin: IE [Indo-European] [577] *ḱerh₁- `fodder, (let) grow'Etymology: The starting point of the whole paradigm is clearly the aorist κορέσαι, - ασθαι, to which the other forms were successively added: pass. κορε-σ-θῆναι (Chantraine Gramm. hom. 1, 406), perf. κεκόρημαι, - εσμαι (Schwyzer 773), fut. κορέω, - έσω, lastly also the different, sparsely attested presents κορίσκομαι, κορέω, - έσκω, - έννυμι. The verb was prob. orig. because of the perfective aspect limited to the aorist; for an old present *κόρνυμι (Schwyzer 697; as στόρνυμι) there is no support. - The ο-vowel, which is found also in στορέσαι, with the same building, and in θορεῖν, μολεῖν, πορεῖν, is not convincingly explained (attempts in Schwyzer 360f. and Sánchez Ruipérez Emerita 18, 386ff.); with the disyllabic κορέ-σαι agrees elsewhere acute Lith. šér-ti `fodder' (from *ḱerh₁-), with which one connected the old s-stem in Lat. Cerēs `goddess of the growth of plants', and also Arm. ser `origin, gender, offspring' (IE. *ḱéros n. transformed to an o-stem). - The other forms, e. g. Lat. creō `create', crēscō `grow', Arm. sermn `seed', Alb. thjer `acorn', prop. "fodder" (Pok. 577, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. Cerēs, creō), are unimportant for Greek. - With the meanings `satiate, fodder, let grow', cf. the similar meanings of Lat. alō.Page in Frisk: 1,918-919Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κορέννυμι
См. также в других словарях:
προσκορής — ές, Α 1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός 2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος 3. κορεσμένος, χορτασμένος. επίρρ... προσκόρως Α 1. με κορεσμό, με χόρτασμα 2. κατά κόρον, καθ υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).… … Dictionary of Greek
υπερκορής — ές, ΜΑ υπέρκορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορής (< κόρος [Ι] «πλησμονή»), πρβλ. προσ κορής] … Dictionary of Greek
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
κλειτός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek
μεθέλκω — (ΑM Α και μεθελκύω) 1. έλκω, σύρω ή τραβώ κάτι προς το άλλο μέρος, διευθύνω κάτι εδώ και εκεί, εκτρέπω, παρεκτρέπω, περισπώ 2. σύρω ή τραβώ κάτι προς το μέρος μου, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι κάτι μσν. 1. τραβώ την προσοχή, προσελκύω («τῶν… … Dictionary of Greek
προσφύρω — Α καταβρέχω («αἵματι προσέφυρεν αὐτὸν ἡ σφαγὴ τῆς κόρης», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φύρω «ανακατεύω»] … Dictionary of Greek
φθίση — η / φθίσις, εως, ΝΜΑ, και φτίση Ν 1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση 2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα 3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό νεοελλ. φρ. «νωτιάδα φθίση» ιατρ. βλ. νωτιάδα αρχ. 1. (για τη σελήνη) η χάση 2.… … Dictionary of Greek
ωχρός — ή, ό / ὠχρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, υποκίτρινος (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετο και φοβηθείς,ὠχρός», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. α) (για πρόσ.) χλομός, ασθενικός β) ασαφής, αμυδρός, άτονος («ωχρή… … Dictionary of Greek